ἀρτίκολλος

ἀρτίκολλος
ἀρτί-κολλος, ον,
A close-glued, clinging close, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών, = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, S.Tr.768.
II metaph., fitting well together, ἀ. συμβαίνει τάδε turn out exactly right, A.Ch.580;

εἰς ἀ. ἀγγέλου λόγον μαθεῖν

in the nick of time,

Id.Th.373

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρτίκολλος — ἀρτίκολλος, ον (Α) 1. αυτός που κολλιέται ακριβώς σε κάτι, ο εφαρμοστός 2. μτφ. ταιριαστός …   Dictionary of Greek

  • ἀρτίκολλος — close glued masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίκολλον — ἀρτίκολλος close glued masc/fem acc sg ἀρτίκολλος close glued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίκολλα — ἀρτίκολλος close glued neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”